φίβλα

φίβλα
φίβλ-α, , = Lat.
A fibula, Supp.Epigr.2.776 ([place name] Dura), Sch.Call.Ap. 32, Sch.Gen.Il.18.401:—also [suff] φιβλ-ίον Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φίβλα — φίβλᾱ , φίβλα fibula fem nom/voc/acc dual φίβλᾱ , φίβλα fibula fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίβλα — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «φίβλα, πόρπη, φικίον, περόνη». [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fibula «πόρπη, περόνη»] …   Dictionary of Greek

  • φίβλας — φίβλᾱς , φίβλα fibula fem acc pl φίβλᾱς , φίβλα fibula fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίβλαι — φίβλα fibula fem nom/voc pl φίβλᾱͅ , φίβλα fibula fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιβλῶν — φίβλα fibula fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίβλαις — φίβλα fibula fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιβλίον — τὸ, ΜΑ [φίβλα] 1. φίβλα* 2. εσφ. γρφ. τού βιβλίον …   Dictionary of Greek

  • φιβλατώριον — και φιβουλατόριον και φιβλατούριον, τὸ, Α ένδυμα στερεωμένο με φίβλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fibulatorius «αυτός που φορεί πόρπες» (< fibula, πρβλ. φίβλα)] …   Dictionary of Greek

  • συμφιβλόομαι — Α (κατά τον Ησύχ.) συνδέομαι με περόνη, με πόρπη, συμπερονῶμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φιβλοῦμαι (< φίβλα «πόρπη, περόνη»)] …   Dictionary of Greek

  • φιβλώ — όω, ΜΑ [φίβλα] στερεώνω με πόρπη, πορπῶ* μσν. διατρυπώ, διαπερνώ («τοὺς αὐτοῡ πόδας φιβλοῑ ἐπὶ τὰ σφυρά», Μαλάλ. Ι.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”